- ολμοστάσιο
- τοπυροβολείο εξοπλισμένο με ολμοβόλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < όλμος + -στάσιο (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. οπλο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. ολμοστάσιον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek